- καλοποιός
- καλοποιόςmaking beautifulmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καλοποιός — καλοποιός, όν (Α) 1. αυτός που έχει αγαθοποιό επίδραση 2. αυτός που δημιουργεί κάλλος, ωραιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + ποιός (< ποιῶ), πρβλ. αγαθο ποιός, μικρο ποιός] … Dictionary of Greek
καλοποιόν — καλοποιός making beautiful masc/fem acc sg καλοποιός making beautiful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
καλ(ο) — (AM καλ[ο]·) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό, πρβλ. καλό καρδος, καλο τάξιδος) με… … Dictionary of Greek
καλοποιία — καλοποιΐα, ἡ (Α) [καλοποιός] εκτέλεση αγαθών έργων, ευποιία … Dictionary of Greek
καλοποιώ — καλοποιῶ, έω (AM) [καλοποιός] 1. κάνω αγαθές, καλές πράξεις, κάνω το καλό 2. έχω αγαθά, καλά αποτελέσματα … Dictionary of Greek
ԱԶՆՈՒԱԳՈՐԾ — ( ) NBH 1 0011 Chronological Sequence: 8c Տ. ԱԶՆՈՒԱՐԱՐ. ԳԵՂԵՑԿԱՐԱՐ. καλοποιός pulchrificus *Զօրէն լուսոյ փայլատակեալ յամենեսեան զազնուագործսն հաղորդութիւնս աղբիւրեղէն ճառագայթին իւրոյ. Դիոն. ածայ. ՟Դ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
καλοποιοῖς — καλοποιέω do good pres opt act 2nd sg (attic epic doric) καλοποιός making beautiful masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλοποιῶν — καλοποιέω do good pres part act masc nom sg (attic epic doric) καλοποιός making beautiful masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)